Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

"EZHΣΑ ΕΡΗΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΟΣ"(ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ)


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ο ΝΗΦΟΜΑΝΗΣ

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

Ο Νηφομανής δηλώνει το νηφάλιο και το μαινόμενο ταυτόχρονα. Είναι εκείνος που νοεί και κρίνει, αλλά την ίδια στιγμή ενθουσιά και εμπνέεται. Ζει τον έλλογο μύθο ζυμωμένον αξεδιάλυτα με την φρόνιμη τρέλα.
Ο Νηφομανής υπάρχει μέσα στην καιρική κατάσταση. Ισοζυγιάζεται σ΄ενα μεταίχμιο, και περιπατεί επί ξυρού ακμής. Ενουσιάζει την ψυχρή φλόγα του Πίνδαρου. Και πίνει νερό από την κασταλική κρήνη του Απόλλωνα στους Δελφούς, καθώς ηγεμονεύει τη μάχη των Λαπίθων και των Κενταύρων στην Ολυμπία.
Η σημερινή φυσική αυτή την ταυτότητα του ποιητή την ανακάλυψε στο ταυτόχρονο γινόμενο του ελάχιστου σφάλματος της θέσης και του ελάχιστου σφάλματος της κίνησης του ηλεκτρονίου. Η τιμή του γινομένου αυτού μετρήθηκε και βρέθηκε τουλάχιστον ίση με τη σταθερά του Πλάνκ.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ακέραιος άνθρωπος
Την εικόνα του ακέραιου ανθρώπου την ιστόρησε μια για πάντα ο Όμηρος με το μύθο του Οδυσσέα. Του κλέφτη από μια σκοπιά. Του πανούργου, του απαρνητή των γυναικών και του γόη των τεράτων.
Εάν ο Οδυσσέας μας φαίνεται τέτοιος, υπάρχει ωστόσο και μια ηθική πλατύτερη από τη χριστιανική. Μια ηθική που το ιστορικό της ξετύλιγμα το κατάντησε στο σημείο, ώστε η ανεπάρκεια της γνώσης και η αδυναμία της βούλησής μας να την έχουν παροπλίσει. Εννοώ την ελληνική ηθική της ακμής που συμβατικά τελειώνει όταν ο Πυθαγόρας ο Ρηγίνος ετελέιωνε στους Δελφούς τον Ηνίοχο το 476 π.Χ.

Ο αμαρτωλός και ο άπιστος
Ο Οδυσσέας δεν είναι ούτε της νύχτας ο φυγόδικος, ούτε ο ληστής της μέρας. Είναι ο έξυπνος με την αρχαϊκή σημασία της λέξης.
Ανήκει, δηλαδή, σε κείνη τη φυλή των ανθρώπων, που μιάς και βρέθηκαν έξω από τον παράδεισο με το απαγορευμένο δέντρο, μιας και βρέθηκαν έξω από το σύμπαν του ζώου θα λέγαμε με πνεύμα ελληνικής θεολογίας, δεν άφησαν τον εαυτό τους να ξαναπέσει στο ζώο. Να ξανακοιμηθεί.
Λέγοντας πως ο Οδυσσέας είναι ο έξυπνος, εννοώ αυτή ακριβώς την αγρύπνια. Την εξυπνάδα, που είναι η κατάσταση έξω από τον ύπνο.

Ο άρτιος άνθρωπος
Κατά την έννοια ότι ο άρτιος άνθρωπος ενόσω ζει πεθαίνει θανάτους πολλούς, ο Οδυσσέας είχε πεθάνει μεσοπέλαγα. Αυτή μάλιστα η γνώση και η μελέτη θανάτου του έσωσε τη ζωή. Έτσι πρέπει να εξηγηθεί η σκηνή της συνάντησής του με τον Τειρεσία στον Άδη. Καθώς και οι νουθεσίες που τού 'δωκε ο μάντης για το υπόλοιπο του ταξιδιού.
Ωστόσο συλλογίζομαι πως στο ω της Οδύσσειας υπάρχει μια δεύτερη νέκυια. Εδώ ο Όμηρος μιλά για τη γνώση θανάτου όχι του ενός άγρυπνου αλλά των πολλών ανώνυμων κοιμισμένων. Αυτών που τους παρασταίνει σαν ορμαθούς νυχτερίδων. Το συμπέρασμα από τη σύγκριση ανάμεσα στις δύο νέκυιες είναι πως ό,τι μεταμόρφωσε τον Κανένα σε Οδυσσέα, ό,τι δηλαδή χάραξε το όνομά του άγνωστου άντρα στην πέτρινη μνήμη του χρόνου, ήταν η εξυπνάδα του

Πραγματικός άνθρωπος
Έτσι, ο Οδυσσέας σκύβει στο αυτί μας και μας ψιθυρίζει σιγά. Πραγματικός άνθρωπος πάει να ειπεί homo viator και fugitivus errans. Αιώνιος οδοιπόρος, δηλαδή, και περιπλανώμενος φυγάς.
Και στη δεύτερη μεγάλη θάλασσα της ελληνικής περιπέτειας, στην αττική τραγωδία, ο πραγματικός άνθρωπος παρουσιάζεται με τα ίδια σημάδια. Εδώ μάλιστα γίνεται και τυπική προσεπικύρωση του αλήτικου τρόπου με μια σήμανση από την ίδια γλώσσα. Ο Οδυσσέας έγινε Οιδίπους. Οιδίπους, από το οίδημα, που θα ειπεί πρήξιμο, και το πόδι.
Από τον ασταμάτητο δρόμο σε μια στράτα που μετριέται με το χούι των άστρων πρηστήκανε τα πόδια του οδοιπόρου.
Αυτά για τη στράτα.

Μακρινό ταξίδι

Το όνομά του, σεφέρι, όπως ο ίδιος φυτουργικά θέλησε να το ιδρύσει, σημαίνει ταξίδι και μάλιστα φορτωμένο με τη μοίρα και τον κίνδυνο του πολέμου. Η λέξη σεφέρι στην τουρκική θα ειπεί πολεμική εκστρατεία.
Να συλλογίστηκε άραγε τον Οιδίποδα και τον ατέλειωτο δρόμο του; Αυτό δεν το ξέρουμε. Ωστόσο ξέρουμε τον ακόλουθο στίχο του:
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι. (Π197)

Η πορεία του Σεφέρη
Η πορεία αυτή του Σεφέρη υποδηλώνει συμβολικά στην πάλη του, καθώς αγωνίζεται να λάβει επαφή με την Ακρόπολη. Εδώ ακολουθεί τον αντίστροφο δρόμο από κείνον που πήραν οι έλληνες για να φτάσουν ως εκεί. Ξεκινάει από το τέλος και τραβάει προς την αρχή. Από το «ενεργεία» στο «δυνάμει», από το φέρετρο στο λίκνο:

«Τότες ένιωσα μιαν αστραπή να κόβει τον καιρό σαν ένα μεγάλο φίδι, μονοκόμματα. Είδα την τέφρα του λινού σωριασμένη στη θέση που ήταν τα σφυρά της. Είδα έναν άνθρωπο ν΄ ανασταίνεται μέσα από τον κόρφο των μαρμάρων». (Α, 252)

Ειδωλολάτρης της γλώσσας
«Τι τα θέλεις» θα πει στην αντιδικία του με τον Τσάτσο, «είμαι ειδωλολάτρης και δεν είχα ποτέ μεγάλη κλίση για τον πουριτανισμό». (Δ1,165)
Είμαι ειδωλολάτρης στη γλώσσα του θα ειπεί:
Δοξάζω και σώζω το μύθο που έσωσε τη φυλή μου μέσα στους αιώνες. Φυλάγω την ιδέα μιας περήφανης πίκρας και μιας γνώσης λιτής, που την έπλασε το φως του ήλιου η θηλυκάδα της θάλασσας και οι βουνίσιοι γρανίτες του τόπου μου. Στην ιδέα αυτή ανακατώνεται η φυσική και η μεταφυσική μου, καθώς το νερό και το κρασί στα κροντήρια των αρχαίων συμποτών. Έτσι μετριάζεται έξω μου ο κόπος της ζωής, και ημερώνει μέσα μου ο φόβος του θανάτου. Αυτή η φυτιά κι αυτή η φύση είναι η σάρκα του μύθου που με τρέφει. Τι με νοιάζει αν αυτό το μύθο τόνε λέτε ιερατικά Διόνυσο και παπαδίστικα Χριστό. Εγώ τόνε λέω ελληνική παράδοση. Που πάνω από το πελάγωμα των αντιθέσεων και πάνω από τις αντιδράσεις αφομοίωσης απλώνεται ενιαία, αδιαίρετη και μία. Καθώς τη φωτίζει του ίδιου ήλιου το φως, και τη λικνίζουν του ίδιου πελάγου τα νερά. Αυτό το μύθο, όσο μπορώ να τον βρίσκω στη μνήμη του λαού μου και στα μνημεία της γλώσσας μου, τον συντηρώ και τον ανανεώνω. Τελεία και τέλος.

Σεφέρης και δημοτικό τραγούδι
Φαινομενικά η σχέση του Σεφέρη με το δημοτικό τραγούδι μοιάζει τη σχέση του Καβάφη με τη δημοτική μας γλώσσα. Σα να βιάζεται να συγγενέψει η κάπα με τη γούνα, που έλεγε ο Κολοκοτρώνης για τα συμπεθεριά του. Άλλο πράμα το δημοτικό τραγούδι, άλλο πράμα η ποίηση του Σεφέρη.
Η δημοτική ποίηση είναι μια κατάσταση φυσικής έκφρασης. Ξεπηδά από τη δεξαμενή της μουσικής ιδιοσυγκρασίας του λαού, όπως αναβλύζει το νερό στους Πενταυλούς του Ταΰγετου. Γεννιέται χωρίς καλλιτεχνικά κοιλοπονήματα, χωρίς κραυγές και σπασμούς και οράματα. Ανεπαίσθητα και απλά σαν τα κυκλάμινα του Οχτώβρη.
Βέβαια υπάρχει αγώνας κι εδώ. Και μάλιστα οδύνες και ωδίνες. Αλλά είναι άλλης λογής. Έρχεται από τον καημό της ζωής που τραβάει του μάκρου καθώς οι ποταμοί. Ή υπομένει την ανάγκη καθώς η ανθισμένη μυγδαλιά του Γεννάρη. Σκεφτείτε τον πόνο που γέννησε «Το Κρούσος της Ανδριανόπολης»1. Ή την υπομονή της εφηβείας που έπλασε το παρθένιο:

Σήμερα στεφανώνεται αητός την περιστέρα.


Η δημοτική ποίηση
Η δημοτική ποίηση δε σπουδάζεται, δε «φιλολογείται». Αν τη νιώθεις, τη νιώθεις χωρίς να χρειάζεσαι να τη μελετάς. Αν τη ζεις, τη ζεις χωρίς να χρειάζεσαι να τη σκέφτεσαι.
Αυτό που λέμε επίδραση ή μίμηση, και μάλιστα δημιουργική, της δημοτικής στη λόγια ποίηση τύπου Βαλαωρίτη ή Κρυστάλλη, ή ακόμη και Παλαμά, είναι καμώματα αποκριάς.

Για τον Γκάτσο
Ο Νίκος Γκάτσος, με τα περισσότερα τραγούδια του, είναι μια λαμπρή περίπτωση που έκαμε ποίηση με τα «συνήθεια» και όχι με το «μήνιν άειδε». Γνήσιος μαθητής του Σολωμού. Γνησιότερος από το Σεφέρη.
Σχετικά με το Σεφέρη θέλω να δείξω τη θεωρητική του προσήλωση στην ιδέα της δημοτικής ποίησης. Ένα είδος ερωτιάς του κουρσάρου για τις θάλασσες.

Για το Μακρυγιάννη
Παρόμοια δύο πράγματα ετίμησε και στο Μακρυγιάννη. Το ένα είναι η αχειροποίητη μαστοριά του τεχνίτη. Ο Μακρυγιάννης είναι το ανάποδο όμοιο του Σολωμού. Αν ήξερε γράμματα, θα μας άφηνε μια συγγραφή όμοια με την ποίηση που θα μας άφηνε ο Σολωμός, εάν μια ατελέστερη μόρφωση και μια λιγότερο οξεία ευαισθησία του επέτρεπε να την ολοκληρώσει.

2. ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΙΤΑΣΜΑ

Μπορεί να ειπεί κανείς πως ένα είναι το κύριο γνώρισμα του ποιητή. Ο αγώνας του για την αυτοκάθαρση. Την άποψη αυτή τη διατύπωσε νέος ο ίδιος ο Σεφέρης στις Μέρες (Μ2,54): «Όποιος είναι καθαρός, είναι ποιητής».
Όλα τα άλλα για τον ποιητή και την ποίηση, οι αρχές οι όροι οι νόμοι τα πορίσματα οι απόψεις και οι θεωρητικές σχολές, είναι τα εξηγητικά παρεπόμενα αυτής της ανάγκης για καθαρότητα.

Η αυτοκάθαρση
Ωστόσο, όταν μιλά συστηματικά για το πρόβλημα της ηθικής καθαρότητας του ποιητή, δεν έχει στο νου του το τέλος αλλά μόνο την πορεία. Την ανάγκη, δηλαδή, και τη βούληση για αυτοκάθαρση. Εάν η διαδικασία αυτή συντελείται σωστά, τότε η καθαρότητα δεν τον απασχολεί. Και αυτό, γιατί γνωρίζει τα όρια της ανθρώπινης φύσης: «Το ζήτημα δεν είναι να μου πεις τι πρέπει να φάω για να γίνω βασιλιάς, αλλά τι θα γίνω τρώγοντας μπομπότα». (Μ2, 21)
Την αυτοκάθαρση την καταλαβαίνει σα σταθερή διέλευση του ανθρώπου από τα καταλυτήρια δεσμά της φωτιάς. Μοίρα του ποιητή είναι η σπουδή του στα καταλύματα της ενοχής και της εξαγοράς της.

Το παράπονό του
Το παράπονο του Σεφέρη, που από μια ηλικία και ύστερα έπαψε πια να το φανερώνει, ήταν αυτή η σύγκρουση της ευνοημένης γνώσης του ποιητή προς την ανόητη γνώση του κοπαδιού των ομοτέχνων του. Ο Σεφέρης μιλάει πολύ πικρά για τους έλληνες λόγιους και ποιητές γύρω στα 1930. Για Παλαμάδες, Ψυχάρηδες και Σικελιανούς δηλαδή, όχι για καλαμπούρια. Γράφει: «Όλοι αυτοί είναι σαλτιμπάγκοι και κιβδηλοποιοί έχουν βγάλει μια μονέδα και την κυκλοφορούν μεταξύ τους γνωρίζοντας πως είναι κάλπικη». (Μ2,100).
Η μελαγχολική ιδέα του Σεφέρη πως είναι σκληρά αυτοδίδακτος (Δ1,82), κατά βάθος ξεκινά από αυτή τη σύγκρουση του χαρισματικού με το χυδαίο.
Ωστόσο στις νηφάλιες ώρες του βλέπει χωρίς συναισθηματισμούς την ανάγκη του τιμήματος που πρέπει να πληρώσει για τη δοσμένη χάρη: «Είμαι τέλεια ξένος από αυτό τον κόσμο. Είναι σωστός αυτός ο κόσμος να με αποκλείει» (Μ4,123).


Ποιητές
Όπως γεννιέται δύσκολα ο ποιητής, παρόμοια δύσκολα και γίνεται. Ακολουθώντας τον αγνό νόμο της φύσης θα τραβήξει με τον τρόπο του την κύκλια πομπή των πραγμάτων του κόσμου και θα γίνει ποιητής, εάν κάποτε αρχίσει.
Αυτή η αρχή είναι εξαιρετικό γεγονός. Μοιάζει με το σεισμό που βουλιάζει μια θάλασσα και γεννάει μια χώρα. Το πράγμα υποβάλλει ένα δεύτερο είδος προπατορικής παρακοής. Μια δεύτερη έξωση, όχι από τον τόπο του ζώου αυτή τη φορά, αλλά από τον τόπο του ανθρώπου.


Του έρωτα και του θανάτου
Την αυγή ήμουνα καινούργιος σα να με είχαν κόψει
την ώρα εκείνη από το λατομείο (Π123)

Λαβαίνουμε σαν αρχή του μίτου την υπόθεση ότι ο αιώνας του σύμπαντος αισθητοποιεί την κίνησή του απάνω στη διαδοχική ταλάντωση που ενεργεί το φαινόμενο του αφανισμού και της ξαναδημουργίας. Τότε αναγκαία θα δεχτούμε ότι το σημείο που σχεδόν συναγγίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με έναν από τους βαθύτερους νόμους της φύσης είναι το ενικό γεγονός του έρωτα και του θανάτου1.

Η οδύνη του έφηβου
…..Να ανασταίνει τα κινήματα ολόκληρου του θηλυκού γένους, που από τότε ησυχάζουν στη σιωπή του θανάτου, και να τον πλησιάζουν χορεύοντας. Πίσω από τον ερχομό της, όπως γίνεται πάντα στις αληθινές καταστάσεις, ακολουθούσε κιόλας ο ίσκιος του φευγιού της.

Το πέλαγο που σ΄ έφερε σε πήρε
πέρα στις λεμονιές τις ανθισμένες (Π38)

Καθώς το αργυρό χρώμα της αγάπης θα διαλυθεί στον ορίζοντα, η εμπειρία της ραδινής οδύνης του εφήβου θα αρχίσει να μετασχηματίζεται στο τοπίο μιας ιδιωτικής μυθολογίας.

Χίλιες μορφές με τρεις απλές ρυτίδες
στον επιτάφιο συνοδεία βαλμένες. (Π38)

Ο Σεφέρης δε μίλησε άμεσα γι’ αυτή τη γυναίκα. Και χωρίς τις πληροφορίες της αδερφής του θα αγνοούσαμε και το όνομά της.
Στα σημάδια όμως που άφηκε πάνω του αυτό το βίωμα μπορεί να διακρίνει κανείς το καταστάλαγμα της σοβαρότητας και της αρχοντιάς που με το πέρασμα του καιρού θα γίνουν τα κύρια γνωρίσματα της ζωής και του έργου του. Το ψυχικό μετάλλευμα που άντλησε από την εμπειρία εκείνη έγινε το βασικό υλικό στο φέροντα σκελετό του στοχασμού του• πολύ περισσότερο, όσο η σιωπηλή επιφάνεια αποσκεπάζει προσεκτικά κάθε είδους ερωτικά πυροτεχνήματα.
Η μυστική αφορμή, η dona velata στη γλώσσα του Σολωμού, έχει γονιμοποιήσει το λόγο της σε μια βασιλική χλιδή, που την εφρόντισε ο νόμος της αλλαγής των πραγμάτων.
Ύστερα από την Παρισιάνα, οι άλλες γυναίκες που θα αναφλέξουν την υπομονή της αφής του, ως την εποχή που θα παντρευτεί τη Μαρώ, χωρίς να χάνεται η υπαρκτική αυτονομία του καινούργιου, δε θα είναι παρά σταθμοί στην πορεία που χάραξε εκείνη η συνειδητοποίηση.

Η Θνητή Κορωνίδα
Ότι εκείνη η ερωτική αρχή σημάδεψε καθοριστικά το πνεύμα του φαίνεται από την τροπή σωφροσύνης που από την αρχή έλαβε η γενετήσια γνώση του. Οι στίχοι του Πίνδαρου που προτάσσει στον Ερωτικό Λόγο συγκαλύπτουν την πίστη του ότι το πλήρωμα της ερωτικής αναζήτησης δεν έχει τέρμα. Η θνητή Κορωνίδα1, σύμφωνα με το μύθο του Πίνδαρου, ζήτησε να σβήσει τον πόθο της με κάποιο θνητό. Πέρα-δηλαδή από κείνο που της πρόσφερε ο θεός. Και γι' αυτό απάτησε τον Απόλλωνα. Έτσι ανοηταίνει ο άνθρωπος. Γιατί κυνηγάει τα μάταια. Και προσπαθεί να ανταλλάξει την ανθρώπινη δυνατότητα με κάποια υπεράνθρωπη αδυνατότητα.
Με άλλα λόγια ο Πίνδαρος θέλει να ειπεί. Το μυστικό της ζωής, που εδώ ο άνθρωπος προσπαθεί να το κατακτήσει μέσα από την απόλυτη χαρά, μ' έναν έρωτα δηλαδή που υπερβαίνει και τα όρια του θεού ακόμη, δε θα το λύσει ζητώντας να φτάσει στο γαλαξία της Ανδρομέδας. Αλλά θα το λύσει ζητώντας να πλουτίσει τον πρωινό περίπατο στον κήπο του με τη μόνιμη ηρεμία που θα του χαρίσουν οι διαλογισμοί του για το μακρυνό γαλαξία που δε θα τον φτάσει ποτέ. Τόσο μπορεί και τόσο του γράφτηκε. Γιατί, πέρα από τα μετρημένα λόγια του αρχαίου χορού,
μηποτ ώ δέσποιν' έπ' έμοί χρυσέων τόξων εφείης ιμέρω χρίσασ’ άφυκτον οιστόν,
(Ω δέσποινα μου εσύ, απάνω μου μη ρίξεις την αφεύγατη σαγίτα πού 'χει την αιχμή βαμμένη στην αποθυμιά)1
παραμονεύουν τα παιδοκτόνα μαχαίρια της Μήδειας. Μόνο σαν πορεύεται μετρημένα ο έρωτας, καμία άλλη χαρά δεν έχει τη νοστιμιά της Κύπριδας.


Φιλοκαλείν στην ευτέλεια
Η πειθαρχία αυτή θα κοσμήσει τη γενετήσια ορμή και θα παιδέψει την ερωτική αγωγή του Σεφέρη στο ρυθμό μιας οργανωμένης σύστασης και μιας πλησμονής λιτής. Φιλοκαλείν στην ευτέλεια, που λέει ο αρχαίος σοφός. Και φιλοσοφείν χωρίς μαλθακότητα Αυτή η στάση περί τα ερωτικά θα επηρεάσει καθοριστικά τη μορφή της έκφρασης του.
Σε σύγκριση με το ξύπνημα της ερωτικής του γνώσης η γνώση θανάτου από το τράνταγμα της Μικρασιατικής καταστροφής ήταν πιο συγκλονιστική. Γιατί εκείνο το ιστορικό αναπάντεχο από την άποψη της σύγκλυσης και της φθοράς υπήρξε μονοσήμαντο.


Για την Μικρασιατική καταστροφή
Στην Ιωνία έγινε ένα κακό απαρόμοιαστο και εσχατολογικό. Η δράση της άρνησης λειτούργησε πέρα από τις ανθρώπινες συμπεριφορές και τις εθνικές ατυχίες. Μια συγκυρία από λάθη, μίση, σκοπιμότητες και πλάνες ασέλγησε στο σώμα της ιστορίας.
Ό,τι χάθηκε τότε δεν ήταν ο λαός και ο τόπος. Ήταν το δίκαιο του χρόνου. Το άγαλμα της σοφίας και της ευγένειας, που το απεργάστηκε ο ζωντανός σφυγμός τριάντα αιώνων καταποντίστηκε στη θάλασσα της ανθρώπινης μωρίας. Η Μικρασιατική καταστροφή είναι η μεγαλύτερη συφορά σε ολόκληρη την ιστορία του έθνους των ελλήνων.
Ένας προσωκρατικός φιλόσοφος, με την ορισμένη ηθική κρίση που θα του υπαγόρευαν τα κοσμολογικά του πρότυπα, θα 'λεγε ότι εκείνοι που συνέργησαν σ' εκείνη τη Συντέλεια, χωρίς να δοκιμάζει να μετριάσει κανείς το μέγεθος της ελληνικής ευθύνης, τιμωρήθηκαν κατά το κρίμα τους ύστερα από είκοσι χρόνους. Εννοώ το β' παγκόσμιο πόλεμο2.

Για την Ιωνία
Ωστόσο η διαιτησία της Δίκης άφηκε έξω από την κάθαρση το αίτημα της αποκατάστασης. Γιατί στις θάλασσες της Ιωνίας οι ναύτες δε θα ξαναδούν τη Γοργόνα. Μετά το '22 δεν είναι η Γοργόνα, που κι ένας άλλος αιολικός συγγραφέας, ο Μυριβήλης, την παράστησε Παναγιά, αλλά κάποιες γυναίκες πελές που
αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. (Π47)
Ίσως η στέρηση αυτή, αποκαλυπτική της επίδρασης στις υποσυνείδητες διεργασίες, να προσδιόρισε στο Σεφέρη την ανάγκη να ζωγραφίζει τη Γοργόνα στα εξώφυλλα των βιβλίων του. (Δ2, 325)
Για να ιστορηθεί ο χαλασμός της ελληνικής Ασίας, θα χρειαζόταν ένας ποιητής με το ανάστημα εκείνου που δημιούργησε την πρώτη εικόνα αυτού του κόσμου. Αλλά ο Σεφέρης δεν είναι Όμηρος.
Εκείνο το θαλασσινό ολοκαύτωμα του Αυγούστου θα πυρώσει τα αλλεπάλληλα φύλλα της ύπαρξης του, και θα του μεταδώσει τον εφιάλτη ενός κόκκινου ρίγους, που ποτέ δε θα καταφέρει να τον χωνέψει η μελλοντική του οδύνη.
Άφησε μη ρωτάς• τρία κόκκινα άλογα στ' αλώνι
γυρίζουν πάνω σ' ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια
δεμένα. (Π194)
Βασικά εδώ έχει την αρχή της η βοή του αίματος, που ακούγεται σιγανά πίσω από τους τόνους του ποιητικού του ρήματος. Ο εσπερινός ψίθυρος του Νίτσε μοιάζει να περιγράφει τη γενετική του ύφους του Σεφέρη:
Στον κόσμο μου σχήμα θα δώσω
με των άστρων τα ερείπια1.

Για το Σεφέρη η Ιωνία δεν υπήρξε απλώς ένα μέλος του ελληνικού σώματος. Ήταν ο παράδεισος της μυθικής του πραγματικότητας.

Για τον Καβάφη
Στον χώρο της έντεχνης ποίησης, και από την άποψη όχι του σχεδιασμού μόνο αλλά και της πραγμάτωσης, νομίζω ότι μόνο ο Καβάφης πέτυχε σε τούτο το δύσκολο αίτημα. Το μυθικό τοπίο του αλεξανδρινού δεν είναι μόνο αυθεντικό, αναφορικά με τη μεταστοιχείωση της πραγματικής ύλης σε ποιητική. Είναι και ολοκάθαρα χαραγμένο και στα όρια και στα εσωτερικά του μέρη. Η ποίηση του Καβάφη, τα τρία τέταρτα δηλαδή από τα 154 ποιήματά του, μπορεί να παρομοιαστεί μ΄ ένα στρατιωτικό χάρτη, όπου κάθε λεπτομέρεια είναι σημειωμένη με το δικό της τοπογραφικό σήμαντρο. Από τα υψομετρικά και τα γεφύρια, ως τις πηγές, τα αρχαία θέατρα, και τους αλειτούργητους μύλους.


Για τη δημοτική ποίηση
Αλλά το άριστο δείγμα του γεωμετρημένου μυθικού τοπίου μας το δίνει η δημοτική ποίηση. Εδώ δεν πέφτει ούτε μια λέξη στο χώμα από το δέντρο του ζωντανού μύθου. Όλες οι μορφές, που στέκουνται ή περπατούν και κουβεντιάζουν, είναι φαντάσματα στερεά. Για να ειπώ ό,τι εννοώ, θυμίζω το στίχο του Δάντη, που για το Σεφέρη εστάθηκε το σάββατο των σαββάτων της μεγάλης ποίησης:
Trattando I’ ombre come cosa salda
(Μεταχειρίζομαι τους ίσκιους σαν πράμα στερεό. (Α,Ι)
Από τις πρώτες κιόλας λέξεις κάθε τραγουδιού έχει καβαλικέψει κανείς την κυματιστή χαίτη του ονείρου, και ρεβανίζει στην ιερά οδό της γήινης αμνηστείας. Αντί για την όποια φτωχή θεωρία αφήνω να μιλήσουνε μόνες τους δύο τρεις μουσικές στιγμές:
Κάτω στην Αγια Μαρίνη και στην Παναγιά
Δώδεκα χρονώ κορίτσι γένει καλογριά.
Ούτε το σταυρό της κάνει ούτε προσκυνά.
Μόν' στα σταυροδρόμια στέκει και κρασί πουλά.
Πέρασε κι ένας λεβέντης και την αρωτά,
- Πόσο το κρασί, κυρά μου, πόσο η οκά;
- Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά.
Ποιος αμφιβάλλει πως αυτή η παγανή ιερόδουλη θα λογάριαζε την παράδεισο και την κόλαση να ζυγίζουν όσο ένας μπακιρένιος οβολός στα χέρια μιας ζητιάνας; Ο έρωτας είναι το μέγα προνόμιο των νέων. Οι γεροπαράλυτοι και οι σαλιάρηδες θα πληρώσουν.
Στο επόμενο δείγμα κάποιος ξενιτεμένος χωρίς γυρισμό στέλνει γραφή με τα πουλιά στην αραβωνιαστικιά και στη μάνα του. Εδώ στα ξένα, λέει, με πάντρεψαν με μιαν αρμενοπούλα, οπού μαγεύει τ' άστρι και δεν περπατεί. Χρόνια αγωνίζεται να σκορπίσει τον ίλιγγο της μαγγανείας και να γυρίσει. Του κάκου όμως.
Σελλώνω τ' άλογο μου, ξεσελλώνεται•
Κινάω για να φύγω, αστράφτει και βροντά'
Κι όταν γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριά.
Βρισκόμαστε μπροστά στην εικόνα ενός ξυπνητού ύπνου. Ενός έξυπνου ενυπνίου. Είναι, το δραματικό μεταίχμιο ανάμεσα στο φροντιστικό Οδυσσέα που πρέπει να φύγει για την Ιθάκη, και στον ηδονικό Ελπήνορα που γκρεμοτσακίζεται στη φρενήρη κωδωνοκρουσία του ενθουσιασμού του.
Στο τρίτο δείγμα ο λαός ζωγραφίζει μια πανέμνοστη νύφη με λόγια τόσο πλούσια, που μόνο η σιωπή μπορεί να τα δώσει. Δε θα ειπεί ούτε μία λέξη για την κόρη που ξεσηκώνει γύρω της έναν χαλασμό από χορούς και νταγερέδες. Ακίνητη, και μέσα στην αθώα της άγνοια κινεί γύρω της ένα μικρό σύμπαν.
Ένας ασίκης διάβαινε στον κάμπο καβαλάρης,
Σέρνει νταούλια τριανταδυό, καλάμια εξηνταπέντε,
Ούτε σε γάμο πήγαινε ούτε σε πανηγύρι,
Στου πεθερού του την αυλή
.

Σαν την Ελένη που έκαμε τον τρωικό πόλεμο και δε μας είπε λέξη για την εμορφιά της ο Όμηρος.
Το ακόλουθο δείγμα μιλάει για έναν παλίκαρο, που το ασκέρι του Αλήπασα τον έκλεισε στα στενά. Μαζί είναι κι ένας έλληνας, που η συγκυρία τόνε θέλει από τη μεριά του εχθρού. Παραδόσου, ρε ήρωα, για να μη σε χαλάσουνε, του φωνάζει μπεσαλίδικα. Και το θερίο των ξέφωτων αποκρίνεται: Μα τι λες, ρε καρυόλη!
Στο Μέτσοβο στον πλάτανο, μες στις κρύες βρυσούλες
Κλείσαν το Γρίβα, κλείσανε, πέντ' έξι οχτώ χιλιάδες,
Κι ήτανε μέσα Αλήπασας κι αυτός ο Καρυοφύλλης.
- Γρίβα μου, ρίξε τ' άρματα, Γρίβα μου, ξαρματώσου.
- Τι λες, βρε συ Αληπασά, κι εσύ βρε Καρυοφύλλη!
Αυτό δεν είναι απλό όχι. Αυτό είναι κρίση θεού. Σα να θέλει να πει: Μα ποιος είσαι, ασυλλόγιστε, που διατάζεις τον ήλιο να μην ανατείλει; Γίνουνται τέτοια παράξενα;
Το τελευταίο δείγμα μου το αφήνω ακαριαίο και ασχολίαστο:

Βασιλικός μυρίζει εδώ, η αγάπη μου διαβαίνει.
Όλος ο κόσμος χαίρεται, μένα η ψυχή μου βγαίνει.

Θα αργήσουμε να καταλάβουμε, αν καταλάβουμε ποτέ πως αν είμαστε λαός που περπατά στην έρημο αναζητώντας τη γη που κάποτε ήταν δική του, τα Δημοτικά τραγούδια είναι η Κιβωτός της διαθήκης του.


3. ΤΟ ΜΟΡΦΙΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ

Ο αγώνας του ποιητή
Αυτό το δράμα της έντασης, της πάγκαλα αποτρόπαιης, μας το δίνει το σχήμα του αγώνα του ποιητή για μια μεταμόρφωση όχι απλά πνευματική αλλά ζωική. Αυτήν την εικόνα της μεταμόρφωσης ο Σεφέρης τη χρησιμοποιεί στην προσωπική του πάλη για την κατάκτηση της έκφρασης του. «Είμαι», λέει, «ένας άνθρωπος που βρίσκεται πάντα στο σημείο να γίνει άλλος, και δεν το περνά ποτέ αυτό το σημείο» (Μ2,42).

Η ανανέωση της μορφής της ποίησης
Πρόκειται για ένα είδος γαύρης και οιστρήλατης επιφοράς που σε νέες μορφές ζητεί να σαρκώσει παλαιά περιεχόμενα. Σ' ένα τρόπο όμως τέτοιο, που τίποτα να μη μολεύει την παρθενιά του πρωτόφαντου, και τίποτα να μην αλλοιώνει τη μονιμότητα του παλαιού.
Το πράγμα μοιάζει με την ιστορία του λουλουδιού που κάθε άνοιξη, ενώ φαίνεται ότι επαναλαβαίνει αδιάφορα μια τυπική ομοιομορφία, στην πραγματικότητα ξαναφανερώνει τον παρθενικό λόγο της αιώνιας τάξης μέσα στη φύση. Το νόμο αυτό τον περιγράφει καίρια ο Μάρκος Αυρήλιος: «Ώσπερ τον άπειρον αιώνα ή του χρόνου αδιάλειπτος φορά νέον αεί παρέχεται». (Η ακατάπαυτη ροή του καιρού δίνει πάντα καινούργια την έννοια του άπειρου χρόνου)1.
Το παιχνίδι της αόρατης σωτηρίας του αιώνιου μέσω της ορατής φθοράς του παροδικού πηδάει μ' έναν ανεπαίσθητο σάλτο από την ιστορία της φύσης στην περιπέτεια της τέχνης. Οι λέξεις μοιάζουν με το φύλλωμα του δάσους στην εικόνα του Οράτιου. Ο μαρασμός των παλιών και το άνοιγμα των καινούργιων φύλλων καθρεφτίζει την αιωνιότητα της ζωής των δέντρων.
Ita verborum vetus interit aetas
(Όμοια περνά η παλιά γενεά των λέξεων)2.
Οι ποιητές είναι οι συνεισηγητές του χρόνου, που στη μορφή του φευγαλέου τυπώνουν την ιδέα του μόνιμου.
Και αυτό, γιατί στην ιστορία της ζωής των λέξεων οι ποιητές δε βλέπουν τον κύκλο των φύλλων του δέντρου, αλλά το κύρος του νόμου της φύσης που γνωρίζει και μπορεί να μεταμορφώνει την επανάληψη σε πρωτοτυπία. Όχι, δηλαδή, το τριαντάφυλλο του Μάη, αλλά τη δύναμη που γεννάει καινούργιο κάθε φορά το τριαντάφυλλο του Μάη. Το εφετεινό τριαντάφυλλο και βέβαια είναι όμοιο με το περυσινό. Δεν είναι όμως το αυτό.
Αυτή τη δρομολόγηση του ποιητή που ανανεώνει τις λέξεις στο νόμο της φύσης που ανανεώνει τα φύλλα, ο Σεφέρης την περιγράφει:
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών (Π 239)

Η καθαρή ποίηση
Η «καθαρή ποίηση», ο συμβολισμός δηλαδή στον οποίο κατάληξε, γιατί η ίδια στην τελευταία της συνέπεια είναι ένα σημείο σιωπής λέει ο Σεφέρης (Δ1,119), είναι η αγνιστήρια δράση της φωτιάς. Για να κάψει τα Σόδομα και τα Γόμορα της ποιητικής ύβρης, έστω κι αν πρόκειται οι δίκαιοι που θα σωθούν να 'ναι τρεις, ο Λωτ και οι δύο θυγατέρες του. «Τον ενδιέφερε η συντήρηση της ποιητικής του ποιότητας, έστω κι αν είναι για τρεις ανθρώπους», είπαν για το Σεφέρη1.
Βέβαια το πρακτικό ισοδύναμο μιας τέτοιας απόφασης εκφράζεται με την προτίμηση του ελάχιστου αναγκαίου απέναντι στο πλείστο περισσευούμενο. «Δεν πρόκειται να δημιουργήσω συνωστισμό στις νεοελληνικές βιβλιοθήκες», γράφει στις Μέρες. (Μ1, 134). Και δε διστάζει αντί για εφτά λεγεώνες πλαστικά ανθρωπάκια να δημιουργήσει μία μόνο ίνα ζωής:
Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι. (Π 135)•
Ωστόσο, εάν η καθαρή ποίηση απόβλεπε στο να αποκαταστήσει το αρχαίο κάλλος• εάν ζητούσε να γυμνώσει τις λέξεις από τις προσχώσεις της ποιητικής ανίας και τον κισσό της παράσιτης συντήρησης, εάν στο σμίλεμα του στίχου υιοθέτησε σαν προηγούμενο μίμησης την ακόρεστη ηρεμία της καμπύλης που μαρμαρύσσει στα περιγράμματα της γλυπτικής των ελλήνων, η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι καθαρή. Η αντίσταση της ικμάδας του κατάφερε να επιβληθεί στις στατικές υποδείξεις μιας στυλιζαρισμένης τεχνοτροπίας.
Η «καθαρή ποίηση» ήταν ένα κερκέλι που του χρειάστηκε να πιαστεί, για να δώσει το δικό του σείσμα στο δικό του ουρανό. Η ελληνική του αίσθηση συμμόρφωσε τα πράγματα στα μέτρα της ιδικής του προσωπικότητας.
Την ποίηση του Σεφέρη θα την πούμε καθαρή με την έννοια της δουλειάς του χρυσωρύχου. Από τους όγκους τα χώματα που κοσκινίζει, διαλέγει ένα ένα τα ψήγματα. Όταν σε σπάνιες στιγμές βρίσκει την κίτρινη φλέβα, την ακολουθεί όπως ο Θησέας το μίτο. Ενώ όμως εκείνος κρατούσε στέρεα την κλωστή, ο Σεφέρης την αισθάνεται κάθε λίγο να χάνεται από τα χέρια του. «Από τον πέμτο στίχο φάλτσο», σημειώνει όταν έγραφε τον Ερωτικό Λόγο. (ΜΙ,111). Φάλτσο. Απώλεια δηλαδή του δρόμου. Εντύπωση ότι η κλωστή γίνεται στάχτη στα δάχτυλά του. Και η γνώση πως θα γλυτώσει το μηκυθμό του Λαβύρινθου μόνο σαν ξαναβρεί το νήμα.


Ο εφιάλτης του καλλιτέχνη
Τον εφιάλτη του καλλιτέχνη να αναζητεί το μοναδικό δρόμο, για να ξεφύγει το χαμό, μας τον δίνει και κριτικά με την εικόνα του Ιωάννη του Σταυρού: «Εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης, προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση». (Δ2, 183)
Η πρωτοτυπία του, με την έννοια της ανανέωσης της μορφής, νομίζω πως βρίσκεται στην προσοχή του μπροστά στη χρήση της γλώσσας. Προτού να πιάσει την πένα, έχει ακροασθεί προσεχτικά το «μετά φόβου θεού προσέλθετε» των λέξεων. Ο Στράτης, ο ήρωας στο μυθιστόρημα του, δεν οργίζεται ποτέ. Σε μια στιγμή όμως που χρησιμοποιούν αδιάκριτα τις λέξεις του «άγγελος» και «αγγελούδι» φωνάζει αναμμένος: «Κοπιάζω πολύ για να γράψω μια λέξη». (Α, 55)
Τη λέξη ο Σεφέρης θα την κοιτάξει με τα μάτια του Αργού, θα διαπεράσει τα στρώματα όλων των χρηστικών της αδυναμιών και δυνατοτήτων, θα ελέγξει την περιουσία της, ένα είδος ζωντανού περίγυρου που της δίνει η ετυμολογική, η γραμματική, η ιστορική, η κοινωνική, η ακουστική και η αισθητική της φυσιογνωμία.
Όλη αυτή την πολυσυμφωνική λειτουργία θα την συντονίσει με τις συνιστώσες της πνευματικής του στάσης και της καλλιτεχνικής του φοράς. Έτσι, που η ποιητική βούλησή του, πέρα από τη λέξη, να περιλάβει και τα παρεπόμενα του ευρύτερου πεδίου της έκφρασης. Το γραμματειακό είδος, τον τόνο, το στίχο, τη στίξη, το ρυθμό, τη σιωπή κ.α.
Τέλος, θα ψηλαφήσει τη λέξη με τα χέρια του αρχαίου Έπαφου. Η ιδέα του είναι ότι ο καλλιτέχνης ξεκινά από το χειροτέχνη. Και τότε θα προσπαθήσει πια να τη ζωντανέψει με την ένταξη της στη φράση, στο ποίημα, στο έργο, στο σύνολο της δημιουργίας του.
Η επιμονή του Σεφέρη στο βασανισμό και στο δούλεμα της γλώσσας δεν έχει προηγούμενο στα γράμματα μας.


4. Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Για την Αρετή
Για να πλέξω τη σκέψη μου επάνω σ' ένα σκελετό σύστοιχο με τη σοβαρότητα που της αποδίνω, θα πρέπει να δώσω από την αρχή έναν ορισμό της αρετής. Σήμερα όμως κυκλοφορούν τόσες φωτογραφίες του κορμιού της, όσα και τα δαχτυλικά αποτυπώματα των ανθρώπων, που φυλάγουν στα συρτάρια τους οι αστυνομίες. Σήμερα ο καθένας έχει την ηδική του αρετή. Οι απόψεις γι' αυτή είναι όσα είναι και τα μόρια της διάσπασης του σύγχρονου ανθρώπου. Και μέσα σε τέτοια μέση άκρη δε βρίσκεις. Πίσω από τη συντομία του χάϊκου,
Πού να μαζεύεις
τα χίλια κομματάκια
του κάθε ανθρώπου, (Π92)
υπάρχει μια στέπα σιωπής και αμηχανίας.
Αρετή σήμερα είναι εκείνος ο τρόπος ζωής του ανθρώπου, σαν ατόμου αλλά και συνόλου, που να μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωσή του μέσα στο χρόνο, έτσι όπως την οικονομεί η τάξη του κόσμου.
Λέγοντας επιβίωση δε σημαίνει ότι το γένος των ανθρώπων θα ζήσει στον αιώνα, θα χαθεί κάποτε και ο άνθρωπος. Μας το 'χουν ειπεί σοφοί παλαιοί, όπως ο συγγραφέας της Γένεσης που στέρησε από τον άνθρωπο τη δυνατότητα να φάει από «το ξύλο της ζωής» για να ζήσει στον αιώνα1. Και ο Πλάτων που γράφει ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να κλέψει από τον Όλυμπο, μαζί με τη φωτιά και την τεχνική γνώση, την πολιτική γνώση2. Γι' αυτό μαλώνουν και σκοτώνουνται οι άνθρωποι, ακόμη και τώρα που έχουμε φτάσει στην αυλή των πυρηνικών πολέμων.
Είναι όμως άλλο πράγμα να χαθεί ο άνθρωπος, όπως χάθηκε το 99% των έμβιων όντων που έζησαν στον πλανήτη μας από τότε που εμφανίστηκε η ζωή στην επιφάνεια του, και άλλο πράγμα να τον εξαφανίσει το ωστικό κύμα, η θερμική ακτινοβολία, η ραδιενεργός σκόνη, και τα οικολογικά του αδιέξοδα. Εκτός πια και το σχέδιο της φύσης έχει αναθέσει στο μυαλό του ίδιου του ανθρώπου την οικονομία του σκοπού που θα τον αφανίσει.

Ό δ' αυτός ύμνων
αυτός εστίν ό κτανών
,
που λέει ο Πλάτων και ο Καβάφης στη Απιστία του1.
Ο άνθρωπος ασκεί την αρετή, εφόσον με τον τρόπο που ζει καταφέρνει να αποτρέπει την είσοδο του στην τροχιά της ευθύνης για την αυτοκαταστροφή του. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ημπορεί να 'ναι περισσότερο ή λιγότερο ενάρετος, αλλά ενάρετος δεν είναι.
Αρετή είναι η ειλικρίνεια που δείχνουμε στον ίδιο τον εαυτό μας. Και είμαστε ενάρετοι στο βαθμό που μπορούμε να γυμνώνουμε τον εαυτό μας απέναντι στον εαυτό μας. Καθώς μάλιστα γνωρίζουμε πως αυτό το όραμα της γύμνιας θα το πληρώσουμε με το τίμημα που πλήρωσε ο Οιδίπους. Όταν στο φως της γνώσης είδε γυμνή τη γυναίκα που αγκάλιαζε ντυμένη στο σκοτάδι της άγνοιας.
Στην Κίχλη του Σεφέρη ο ικέτης γέροντας, ο Οιδίπους, και ο δίκαιος γέροντας, ο Σωκράτης, αποτελούν ένα ζευγάρι αναγκαίο. (Π. 226-8)
Εφόσον η ειλικρίνεια έχει σχέση με την αλήθεια, και όλοι γνωρίζουμε πως είναι το ίδιο πράγμα, γίνεται αμέσως φανερός ο δεσμός της αρετής με την αλήθεια.
Η ρίζα της λέξης αρετή, από το αραρίσκειν, δηλώνει την προσαρμογή της πράξης του ανθρώπου στο μέτρο του νόμου της φύσης. Στην αρχική της χρήση η αρετή, στον Όμηρο, δεν έχει σημασία ηθική αλλά φυσική2. Όποιος δηλαδή ασκεί την αρετή, ύστερα από μια ακραία ένταση του λογισμού και της βούλησής του, υποτάσσει την πράξη του στην τάξη της φύσης. Έτσι, η αρετή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η δράση που ενεργοποιεί την αλήθεια. Αλλά ποια αλήθεια; Όχι εκείνη που έρχεται από το συρμό των ανθρώπων, αλλά εκείνη που πηγάζει από το ρυθμό της φύσης3.
Ετυμολογικά η λέξη αρετή έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις Άρης και αρμονία, που σημαίνουν τον πόλεμο και την ειρήνη. Σ' αυτό το γλωσσικό τρίκλαδο, αρετή Άρης αρμονία4, βλέπω μια παραπομπή στην ακόλουθη γνώση. Η αρμονία της ανθρώπινης πράξης κατά το πρότυπο της αρμονίας στη φύση προϋποθέτει ένα είδος πολέμου μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, ανάλογο με τον πόλεμο που γίνεται στη φύση. Η ισορροπία που πετυχαίνει ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτόν τον πόλεμο είναι η αρετή του. Είναι η ισορροπία που αγωνιζόταν να πετύχει η Μαρία Κάλλας ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του μυαλού της, το φωτεινό και το σκοτεινό, και στον βαθμό που το πέτυχε δημιούργησε την ύψιστη φωνητική της τέχνη.

Για το επάγγελμα του ανθρώπου
… Σε μια στιγμή θα γράψει. «Κάνω το επάγγελμα του ανθρώπου και το επάγγελμα του υπαλλήλου. Δραματικά ασυμβίβαστα πράγματα». (Μ4,298)
Λέγοντας «επάγγελμα του ανθρώπου» εννοεί τον πόρο στην απορία και στην ντροπή που νιώθεις, όταν πρέπει να απαντήσεις στο ερώτημα τι δουλειά κάνεις; Γιατί όλες τις δουλειές που κάνουμε, το επάγγελμα που ασκεί ο καθένας μας, το καταντήσαμε τέτοιο ώστε να ντροπιάζει όποιον το ασκεί.

Η ζήση του ποιητή
Ο ποιητής είδε τον εαυτό του αναγκασμένο να ζήσει μέσα σ΄ ένα δάσος από σαρκοβόρα φυτά. Αν ήθελε να σωθεί δεν του ‘μενε άλλο, παρά να δώσει στην ασπίδα που κρατούσε το πετρωμένο σχήμα του προσώπου του:

Έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο
Για τη δουλειά και για τους πελάτες. (Π107)

Από την άλλη μεριά όμως είχε χρέος να προστατέψει τα ιερά του για καιρούς καλύτερους. Αυτό που θα ‘πρεπε να κρατεί σαν φυσικό στον κόσμο, το συνάντησε μια μόνο φορά σαν το θαύμα. Ήταν ένα ζευγάρι ερωτευμένα παιδιά, που δεν ήξερες αν περπατούν πλάι στη θάλασσα της Μονεμβασιάς, ή αν υπνοβατούν στα καλντερίμια του φεγγαριού: «Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που είδα στη ζωή μου να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ΄ όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν’ ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών». (Π122)

Για να βρει τον εαυτό του
Η μελαγχολική προφητεία του Τειρεσία στον Οδυσσέα είναι μια πρόταση ανθρωπολογικά χάλκινη. Σπάνια ειπώθηκαν προτάσεις με τόση δύναμη αλήθειας;

Ολέσας από πάντας εταίρους
(Θα χάσεις όλους τους συντρόφους)

Για να ξαναβρεί τον εαυτό του ο αληθινός άνθρωπος θα χάσει όλους τους συντρόφους. Αλλά ούτε ο πνευματικός βάλτος, ούτε η ηθική ελονοσία αρκούν να εξηγήσουν την επιστροφή του Σεφέρη στο ζόφο της υπαρκτικής μοναξιάς του. Πρέπει να λογαριάσουμε από κοντά και μια μοίρα ευθύνης και πρωτοβουλίας που πηγάζει από την ίδια τη φύση του.


ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ SITE ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΕΙΤΕ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια: